- αγλαόθυμος
- ἀγλαόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει ευγενική ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + θυμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαόθυμοι — ἀγλαόθυμος noble hearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek